πάτος 3

πάτος 3
πάτος 3.
Grammatical information: n.
Meaning: = ἔνδυμα τῆς Ἥρας (Call.Fr. 495, H.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [988] *(s)pend- `spin'
Etymology: After Bq and WP. 2, 661 (as supposition) to spinnen, Goth. spinnan etc.; s-less forms in Lith. pinù `plait', OCS pьnǫ `strain' (cf. on πένομαι). But perh. just backformation of πατέω as "what is tread" = `long, cloth reaching to the feet, train', the ntr. after φᾶρος, εἷμα a.o. (?; Frisk Eranos 38, 46). The etym. is far from certain, of course.
Page in Frisk: 2,482

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάτος — trodden masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατός — ή, όν, Α (πιθ. ελληνογαλατική λέξη) πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • πατώνω — [πάτος] 1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής 2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους 3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει 4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης,… …   Dictionary of Greek

  • πάτοι — πάτος trodden masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτον — πάτος trodden masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτου — πάτος trodden masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτους — πάτος trodden masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτων — πάτος trodden masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτῳ — πάτος trodden masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”